- πελαγόσδε
- πελᾰγ-όσδε, Adv.A to, into, or towards the sea, A.R.4.1233.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πελαγόσδε — Α επίρρ. στο πέλαγος, προς το πέλαγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. Θήβασ δε)] … Dictionary of Greek